πρόποδες


πρόποδες
Προφορά

Ετυμολογία
πρόποδες πληθ. του αρχαίου ελληνικού πρόπους

Ερμηνεία
πρόποδες

✦ ουσ. το κατώτερο μέρος βουνού ή λόφου, υπώρειες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.