πρόοδος
Προφορά
Ετυμολογία
πρόοδος αρχαία ελληνική πρόοδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρόοδος
✦ εξέλιξη προς το καλύτερο, βελτίωση, προκοπή
✦ (μαθημ.) αριθμητική πρόοδος, σειρά αριθμών από τους οποίους ο καθένας προκύπτει από τον προηγούμενο με πρόσθεση του ίδιου αριθμού
✦ γεωμετρική πρόοδος, σειρά αριθμών από τους οποίους ο καθένας προκύπτει από τον προηγούμενο με πολλαπλασιασμό επί τον ίδιο αριθμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
καθυστέρηση
Επιρρήματα
–