πρόξενος
Προφορά
Ετυμολογία
πρόξενος αρχαία ελληνική πρό-ξενος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η πρόξενος
✦ επίσημος αντιπρόσωπος κράτους σε άλλο κράτος, εντεταλμένος να μεριμνά ιδ. για εμπορικά συμφέροντα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–