πρόνοια


πρόνοια
Προφορά

Ετυμολογία
πρόνοια αρχαία ελληνική πρόνοια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρόνοια

✦ σκέψη από πριν για κάτι το μελλοντικό, φροντίδα
✦ περίσκεψη, σύνεση
✦ (εκκλ.) Θεία Πρόνοια, η μέριμνα του Θεού για τον κόσμο και ιδ. για τον άνθρωπο
✦ κράτος πρόνοιας, σύνολο θεσμών και ρυθμίσεων που εξασφαλίζουν την παροχή στους πολίτες, και ιδ. στους οικονομικά ασθενέστερους, ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης και κοινωνικής προστασίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.