πρόδομος


πρόδομος
Προφορά

Ετυμολογία
πρόδομος αρχαία ελληνική πρόδομος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πρόδομος

✦ ο χώρος πριν από τον κυρίως ναό και αμέσως μετά την είσοδο, νάρθηκας, πρόναος
✦ χώρος μπροστά από αίθουσα κτιρίου, προθάλαμος
✦ (ανατομ.) χώρος πριν από κάποια κοιλότητα του σώματος: πρόδομος του κόλπου – του λάρυγγα κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.