πρωτότυπος
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτότυπος μεταγενέστερη ελληνική πρωτότυπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πρωτότυπος -η, -ο
✦ που αποτελεί τον πρώτο, τον αρχικό τύπο άλλων πραγμάτων
✦ που δεν μιμείται κάτι άλλο
✦ που λέγεται ή γίνεται για πρώτη φορά, καινοφανής, ιδιότυπος, ασυνήθιστος: πρωτότυπη σκέψη – ενέργεια
✦ (για πρόσ.) που δημιουργεί κάτι το ιδιαίτερο: πρωτότυπος συγγραφέας
✦ (γραμμ.) πρωτότυπη λέξη, που δεν παράγεται από άλλη
✦ ουδ. το πρωτότυπο(ν) ως ουσ., το πρώτο που έγινε, από το οποίο παράγονται άλλα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κοινός, κοινότοπος ,παράγωγος
Επιρρήματα
πρωτότυπα (Κ πρωτοτύπως)