πρωτόπειρος


πρωτόπειρος
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτόπειρος μεταγενέστερη ελληνική πρωτόπειρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρωτόπειρος -η, -ο

✦ πρωτάρης, που επιχειρεί κάτι για πρώτη φορά

Συνώνυμα
πρωτόβγαλτος, άπειρος
Αντίθετα
έμπειρος, πολύπειρος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.