πρωτόλειο


πρωτόλειο
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτόλειο αρχαία ελληνική πρωτόλεια (= τα πρώτα λάφυρα του πολέμου, οι πρώτοι καρποί)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πρωτόλειο

✦ το πρώτο πνευματικό έργο ιδ. ποιητή
✦ (συνεκδ.) ανώριμο έργο συγγραφέα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.