πρωτόκολλο


πρωτόκολλο
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτόκολλο μεταγενέστερη ελληνική πρωτόκολλον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πρωτόκολλο

✦ έγγραφο που πιστοποιεί νομικά επίσημη πράξη
✦ βιβλίο δημόσιας υπηρεσίας όπου καταγράφονται με αύξοντα αριθμό και χρονολογική σειρά όλα τα εισερχόμενα και εξερχόμενα έγγραφα
✦ (διεθν. δίκ.) διπλωματικό έγγραφο με το οποίο επισημοποιείται διακρατική συμφωνία
✦ επίσημοι κανόνες εθιμοτυπίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.