πρωτόγονος


πρωτόγονος
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτόγονος αρχαία ελληνική πρωτόγονος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρωτόγονος -η, -ο

✦ για λαό ή κοινωνία που αγνοεί την γραφή, την τεχνολογική και πολιτιστική ανάπτυξη: πρωτόγονοι λαοί – πρωτόγονες φυλές
✦ στοιχειώδης, ανεπαρκής, που δεν έχει εξελιχτεί: πρωτόγονες συνθήκες εργασίας
(μτφ. ) άγριος: πρωτόγονα ένστικτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.