πρωτόγερος


πρωτόγερος
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτόγερος πρώτος + γέρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πρωτόγερος

✦ ο περισσότερο τιμώμενος γέρος σε μιαν κοινότητα, δημογέροντας, προύχοντας: ήτανε σταυροκαθισμένοι σε κάτι ψάθες οι πρωτόγεροι του τόπου (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.