πρωτόβγαλτος
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτόβγαλτος πρωτοβγαίνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πρωτόβγαλτος -η, -ο
✦ πρώιμος
✦ εμφανιζόμενος για πρώτη φορά
✦ (για πρόσ.) άπειρος, πρωτάρης: πρωτόβγαλτος κι αθάρρευτος κι ακάτεχος του κόσμου (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
άβγαλτος, νιόβγαλτος
Αντίθετα
ξεβγαλμένος
Επιρρήματα
–