πρωτυτερινός


πρωτυτερινός
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτυτερινός πρωτύτερος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρωτυτερινός -ή, -ό

✦ που έγινε πρωτύτερα, παλιότερος, προγενέστερος

Συνώνυμα

Αντίθετα
υστερινός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.