πρωτοφανέρωτος


πρωτοφανέρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτοφανέρωτος πρώτος + φανερώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρωτοφανέρωτος -η, -ο

✦ που εμφανίζεται, που συμβαίνει για πρώτη φορά, πρωτοφανής: όλα είναι πρωτοφανέρωτα, όλα καινούρια (Πετσάλης-Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.