πρωτοπόρος
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτοπόρος μεταγενέστερη ελληνική πρωτοπόρος
Ερμηνεία
πρωτοπόρος
✦ -ος κ. -α, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) που πορεύεται πρώτος, που πηγαίνει μπροστά από τους άλλους
✦ (μτφ. ) που μετέχει σε προοδευτική κίνηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–