πρωτοποριακός
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτοποριακός πρωτοπορία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πρωτοποριακός -ή, -ό
✦ ο χαρακτηριστικός της πρωτοπορίας: πρωτοποριακή αντίληψη – τέχνη – πρωτοποριακό κίνημα
Συνώνυμα
προοδευτικός, νεοτεριστικός
Αντίθετα
οπισθοδρομικός
Επιρρήματα
–