πρωτοπορία
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτοπορία μεταγενέστερη ελληνική πρωτοπορία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρωτοπορία
✦ το να προπορεύεται κανείς
✦ το σύνολο των προπορευομένων
✦ (μτφ. ) οι επικεφαλής πολιτικής, κοινωνικής, πνευματικής ή άλλης κινήσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–