πρωτομάθητος


πρωτομάθητος
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτομάθητος πρωτομαθαίνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρωτομάθητος -η, -ο

✦ που τώρα μαθαίνει κάτι, άπειρος

Συνώνυμα
αμάθητος, ανήξερος
Αντίθετα
μαθημένος, πολύξερος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.