πρωτοκορινθιακός


πρωτοκορινθιακός
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτοκορινθιακός πρώτος + Κόρινθος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρωτοκορινθιακός -ή, -ό

✦ ο αναγόμενος στην παλαιότατη περίοδο της κορινθιακής τέχνης: πρωτοκορινθιακά αγγεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.