πρωτοκανονικά


πρωτοκανονικά
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτοκανονικά πρώτος κανών

Ερμηνεία
πρωτοκανονικά

✦ ουσ. (εκκλ.) τα είκοσι τέσσερα πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία αποτελούν τον λεγόμενο πρώτο κανόνα που αναγνωρίζεται από τους Ιουδαίους και τους Προτεστάντες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.