πρωτοκαθεδρία
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτοκαθεδρία μεταγενέστερη ελληνική πρωτοκαθεδρία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρωτοκαθεδρία
✦ η πρώτη θέση: η τελετουργική ομάδα αποχωρεί από τη δεξιά πάροδο, ο ιερέας παίρνει τη θέση του στην πρωτοκαθεδρία (Ν. Χουρμουζιάδης)
✦ το δικαίωμα κατοχής της πρώτης θέσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–