πρωτογνώριστος


πρωτογνώριστος
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτογνώριστος πρωτογνωρίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρωτογνώριστος -η, -ο

✦ που γνωρίζει, αισθάνεται κανείς για πρώτη φορά: πρωτογνώριστα μέρη – πρωτογνώριστη ανατριχίλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.