πρωτογλώσσα
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτογλώσσα πρώτος + γλώσσα• μετάφραση του └αγγλ┘όρου protolanguage
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρωτογλώσσα
✦ υποθετική αρχική γλώσσα από την οποία προέρχεται ομάδα γλωσσών ή διαλέκτων με κοινά χαρακτηριστικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–