πρωτογενής


πρωτογενής
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτογενής αρχαία ελληνική πρωτογενής

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρωτογενής -ής, -ές

✦ ο γεννημένος πρώτος, πρωτότοκος
✦ ο ευρισκόμενος στο πρώτο στάδιο μιας εξελικτικής διαδικασίας: πρωτογενής παραγωγή
✦ πρωτόγονος
✦ (γεωλ.) για πέτρωμα ή ορυκτό που διατηρεί την αρχική του σύσταση και δεν έχει υποστεί αλλοιώσεις μετά τον σχηματισμό του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
πρωτογενώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.