πρωτοβάθμιος


πρωτοβάθμιος
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτοβάθμιος πρώτος + βαθμός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρωτοβάθμιος -ια, -ιο

✦ ο πρώτος κατά το βαθμό ή τη σειρά ή στην τάξη μιας ιεραρχίας: πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (που μαζί με άλλες όμοιες μετέχουν σε ομοσπονδία) – πρωτοβάθμια εκπαίδευση (η δημοτική εκπαίδευση)
✦ (νομ.) για δικαστήριο, επιτροπή κτλ. που κρίνει μιαν υπόθεση για πρώτη φορά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.