πρωτοβάζω


πρωτοβάζω
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτοβάζω πρώτος + βάζω

Ερμηνεία
ρήμα πρωτοβάζω

✦ βάζω, φορώ για πρώτη φορά: μόλις πρωτόβαλε το μπλουζάκι της, το λέρωσε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.