πρωτο-
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτο- αρχαία ελληνική πρῶτος
Ερμηνεία
πρωτο-
✦ ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων δηλώνει: α) ότι το σημαινόμενο από το β΄ συνθετ. συμβαίνει για πρώτη φορά ή έχει την πρώτη θέση ανάμεσα σε πολλά όμοια (πρωτοβγαίνω – πρωτομάστορας) β) επίταση της έννοιας του β΄ συνθ. (πρωτοκλέφτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–