πρωταπριλιάτικος


πρωταπριλιάτικος
Προφορά

Ετυμολογία
πρωταπριλιάτικος πρωταπριλιά

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρωταπριλιάτικος -η, -ο

✦ ο σχετικός με την πρωταπριλιά, που γίνεται την πρωταπριλιά: πρωταπριλιάτικο αστείο – πρωταπριλιάτικη φάρσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.