πρωταθλήτρια


πρωταθλήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
πρωταθλήτρια πρώτος + αθλητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πρωταθλήτρια

✦ θηλ. πρωταθλήτρια ο πρώτος στην επίδοση αθλητής
✦ ο νικητής σε πρωτάθλημα
(μτφ. ) πρωταγωνιστής που πρωτοστατεί στη διάδοση μιας ιδέας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.