πρωταγωνίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
πρωταγωνίστρια αρχαία ελληνική πρωταγωνιστής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πρωταγωνίστρια
✦ θηλ. πρωταγωνίστρια ηθοποιός που παίζει το κύριο πρόσωπο θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου
✦ (γεν.) ηθοποιός που ερμηνεύει έναν από τους πρωτεύοντες ρόλους
✦ (μτφ. ) το πρόσωπο που έχει τη σπουδαιότερη δράση σε μια υπόθεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κομπάρσος
Επιρρήματα
–