πρωτάκουστος


πρωτάκουστος
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτάκουστος πρώτος + ακουστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρωτάκουστος -η, -ο

✦ που ακούγεται για πρώτη φορά
✦ παράξενος, ασυνήθιστος: έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα (Γ. Σεφέρης)
✦ ανήκουστος, απίστευτος, τρομερός: αυτό που συνέβη στη βουλή ήταν πρωτάκουστο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.