πρωραίος


πρωραίος
Προφορά

Ετυμολογία
πρωραίος πρώρα

Ερμηνεία
πρωραίος

✦ -α, -ον επίθ. αυτός που βρίσκεται στην πλώρη, πλωριός: πρωραίος ιστός (το πλωριό κατάρτι)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.