πρωί
Προφορά
Ετυμολογία
πρωί αρχαία ελληνική επίρρημα πρωί
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πρωί
✦ το χρονικό διάστημα πριν και μετά την ανατολή του ήλιου
✦ το χρονικό διάστημα της μέρας από την αυγή ως το μεσημέρι
✦ (κ. επίρρ.) κατά τις ώρες πριν και μετά την ανατολή του ήλιου
✦ φρ. πρωί πρωί, κατά τα χαράματα, πολύ νωρίς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–