πρυμήσιος


πρυμήσιος
Προφορά

Ετυμολογία
πρυμήσιος αρχαία ελληνική πρυμνήσιος

Ερμηνεία
πρυμήσιος

✦ κ. πρυμνήσιος, -ια, -ιο επίθ. (Κ πρυμνήσιος, -ία, -ιον) που βρίσκεται ή ανήκει στην πρύμη
✦ πληθ. ουδ. πρυμ(ν)ήσια ως ουσ., σκοινιά ή καλώδια για την πρόσδεση πλοίου στην ακτή, πρυμάτσες: στα ξάρτια, στα πρυμνήσια, στην αντένα (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.