προτιμώ
Προφορά
Ετυμολογία
προτιμώ αρχαία ελληνική προτιμῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προτιμώ -άς, -ά
✦ τιμώ κάτι περισσότερο από άλλο, αποδίδω περισσότερη σημασία
✦ (γεν.) επιθυμώ περισσότερο, θέλω καλύτερα: προτιμά τις μελαχρινές – προτιμούσε να παίζει παρά να μελετά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–