προτεστάντισσα
Προφορά
Ετυμολογία
προτεστάντισσα └ιταλ┘protestante, μτχ. του protesto (= διαμαρτύρομαι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προτεστάντισσα
✦ θηλ. προτεστάντισσα (Κ -τις, -ιδος) πιστός που ανήκει στην εκκλησία των διαμαρτυρομένων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–