προτεραιότητα


προτεραιότητα
Προφορά

Ετυμολογία
προτεραιότητα προτεραίος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προτεραιότητα

✦ η ιδιότητα του προηγούμενου σε τάξη, σειρά ή χρόνο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.