προτάσσω
Προφορά
Ετυμολογία
προτάσσω αρχαία ελληνική προ-τάσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προτάσσω
✦ τοποθετώ μπροστά, προβάλλω, προτείνω
✦ τάσσω κάτι πριν από κάτι άλλο, τάσσω στην αρχή: να προταχθεί στη συζήτηση το θέμα των αποζημιώσεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–