προσωπολήπτης


προσωπολήπτης
Προφορά

Ετυμολογία
προσωπολήπτης μεταγενέστερη ελληνική προσωπολήπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προσωπολήπτης

✦ ο χαριζόμενος σε πρόσωπα, μεροληπτικός: ουκ έστι προσωπολήπτης ο Θεός (Καινή Διαθήκη)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.