προσωποκράτηση
Προφορά
Ετυμολογία
προσωποκράτηση προσωποκρατώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προσωποκράτηση
✦ ποινή φυλακίσεως μιας ημέρας μέχρις ενός μηνός, που επιβάλλεται σε μικρά αδικήματα, ή φυλάκιση για χρέη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–