προσωπικός
Προφορά
Ετυμολογία
προσωπικός μεσαιωνική ελληνική προσωπικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προσωπικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στο πρόσωπο του ανθρώπου: προσωπικό νεύρο
✦ ο αναφερόμενος στο άτομο, ατομικός: προσωπικό μου θέμα
✦ (γραμμ.) προσωπικές αντωνυμίες, που δηλώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου
✦ (νομ.) προσωπική κράτηση, βλ. προσωποκράτηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
προσωπικά (Κ προσωπικώς)