προσωπικό
Προφορά
Ετυμολογία
προσωπικό └ουδ┘ του επιθέτου προσωπικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προσωπικό
✦ το σύνολο των προσώπων που εργάζονται σε υπηρεσία ή επιχείρηση
✦ πληθ. τα προσωπικά, δυσαρέσκειες, αφορμές διενέξεων, φιλονικιών: φρ. έχουν προσωπικά μεταξύ τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–