προσωδιακός
Προφορά
Ετυμολογία
προσωδιακός μεταγενέστερη ελληνική προσωδιακός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προσωδιακός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην προσωδία
✦ προσωδιακά μέτρα, τα βασιζόμενα στην ποσότητα των συλλαβών (μακρός ή βραχύς χρόνος) σε αντιδιαστολή προς τα τονικά, που βασίζονται στον τόνο των συλλαβών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
προσωδιακά (Κ προσωδιακώς)