προσχολικός


προσχολικός
Προφορά

Ετυμολογία
προσχολικός προ + σχολικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ προσχολικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην χρονική περίοδο της ζωής του παιδιού, πριν από την έναρξη της υποχρεωτικής εκπαίδευσης: προσχολική αγωγή – ηλικία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.