προσφυγοκάπηλος


προσφυγοκάπηλος
Προφορά

Ετυμολογία
προσφυγοκάπηλος πρόσφυγας + κάπηλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προσφυγοκάπηλος

✦ ο εκμεταλλευόμενος τους πρόσφυγες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.