προσφυγιά
Προφορά
Ετυμολογία
προσφυγιά πρόσφυγας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προσφυγιά
✦ η ιδιότητα ή η κατάσταση του πρόσφυγα
✦ το σύνολο των προσφύγων που κατέφυγαν σ’ έναν τόπο: κι η προσφυγιά απόξω να τρεχαλάει με την ψυχή στο στόμα (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–