προσφυγίνα


προσφυγίνα
Προφορά

Ετυμολογία
προσφυγίνα μεταγενέστερη ελληνική πρόσφυξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προσφυγίνα

✦ θηλ. πρόσφυγας κ. προσφυγίνα (Κ ο, η πρόσφυξ, -υγος) πρόσωπο που υποχρεώνεται, από πιεστικές καταστάσεις, να εγκαταλείψει τον τόπο της μόνιμης διαμονής του και να καταφύγει αλλού: οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.