προσφυγή
Προφορά
Ετυμολογία
προσφυγή μεταγενέστερη ελληνική προσφυγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προσφυγή
✦ καταφυγή σε κάποιον ή σε κάτι από ανάγκη ή για ζήτηση προστασίας
✦ (νομ.) αίτηση σε επίσημη αρχή με σκοπό την ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση πράξεως, αποφάσεως κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–