προσφορά
Προφορά
Ετυμολογία
προσφορά αρχαία ελληνική προσφορά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προσφορά
✦ δωρεά, παροχή, εισφορά
✦ το προσφερόμενο δώρο, προτεινόμενη τιμή, υπηρεσία, εκδούλευση
✦ (εκκλ.) πρόσφορο
✦ (οικον.) παροχή εργασίας για μίσθωση, ή εμπορεύματος για πώληση
✦ (εμπόριο) παροχή εμπορεύματος ή υπηρεσίας σε τιμή χαμηλότερη από την αρχική τιμή πώλησης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ζήτηση
Επιρρήματα
–