προσφέρω
Προφορά
Ετυμολογία
προσφέρω αρχαία ελληνική προσφέρω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσφέρω
✦ δίνω σε κάποιον κάτι ως δώρο
✦ κερνώ ποτό ή φαγητό
✦ αφιερώνω σε θεότητα: πρόσφερε στους θεούς δώρα – θυσία
✦ προτείνω κάτι για πώληση
✦ προτείνω χρηματικό ή άλλο αντάλλαγμα για την απόκτηση πράγματος ή δικαιώματος
✦ (μέσ.) προσφέρομαι, θέτω τις υπηρεσίες μου στη διάθεση κάποιου: προσφέρθηκε να μεσολαβήσει
✦ είμαι πρόσφορος, κατάλληλος: δεν προσφέρεται γι’ αυτή τη δουλειά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–